συνυποστηρίζοντος

συνυποστηρίζοντος
σύν-ὑποστηρίζω
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνυποστηρίζω — Α στηρίζω ή υποστηρίζω κάποιον ή κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο («οὔτε γὰ ἄν ποὺς ἀσφαλῶς βαδίσειε μὴ συνυποστηρίζοντος τοῡ ἑτέρου», Βασ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”